συνενδίδωμι

Revision as of 07:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A give way also, Str.1.3.5, Plu.Caes.31; give way, D.S.17.43; ἐπιθυμίαις Plu.Per.15.

German (Pape)

[Seite 1014] (s. δίδωμι), mit nachgeben; Diod. Sic. 17, 43; Plut. Pericl. 15.

Greek (Liddell-Scott)

συνενδίδωμι: ἐνδίδω ἢ ὑποχωρῶ ὁμοῦ, τοὺς δ’ ἐκ τῶν πετροβόλων φερομένους λίθους δεχόμενοι μαλακαῖς τισι καὶ συνενδιδούσαις κατασκευαῖς ἐπράϋνον Διόδ. 17. 43, Στράβ. 51, Πλουτ. Καῖσ. 31· ὑπείκειν καὶ συνδιδόναι ταῖς ἐπιθυμίαις ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 15.

French (Bailly abrégé)

s’abandonner, se laisser aller à, céder complètement à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐνδίδωμι.

Greek Monolingual

Α
1. ενδίδω, υποχωρώ μαζί («ἔπειθε τοὺς... φίλους συνενδιδόντας... ποιεῑσθαι τὰς διαλύσεις», Πλούτ.)
2. (για μαλακό πράγμα) βουλιάζω
3. υποτάσσομαι σε κάτι («συνενδιδόναι ταῑς ἐπιθυμίαις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐνδίδωμι «υποχωρώ»].

Greek Monotonic

συνενδίδωμι: μέλ. -δώσω, ενδίδω, υποχωρώ από κοινού, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συνενδίδωμι: идти на уступки, уступать, поддаваться (τινί Plut., Diod.).

Middle Liddell

fut. -δώσω
to give in together, Plut.