δώσω

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

French (Bailly abrégé)

fut. de δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

δώσω: fut. к δίδωμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δώσω indic. fut. act. van δίδωμι.