σωληνοθήρας

Revision as of 08:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A one who fishes for the σωλήν 5, Phaenias ap. Ath.3.90f.

German (Pape)

[Seite 1059] ὁ, der Fischer, der die Meermuschel σωλήν fängt, Ath. III, 90 e.

Greek (Liddell-Scott)

σωληνοθήρας: -ου, ὁ, θηρεύων σωλῆνας (4), Ἀθήν. 90Ε, πρβλ. σωληνιστής.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που ψαρεύει μαλάκια σωλήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος «είδος θαλάσσιου οστρακόδερμου» + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο-θήρας].