σωληνιστής
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
σωληνιστοῦ, ὁ, one who fishes for the σωλήν 5, Phaeniasap.Ath.3.90e.
German (Pape)
[Seite 1059] ὁ, der die Meermuschel σωλήν fängt, Phanias bei Ath. III, 90 e.
Greek (Liddell-Scott)
σωληνιστής: -οῦ, ὁ, ὥσπερ ἐκ ῥήματ. σωληνίζω, ὁ ἁλιεύων σωλῆνας (4), Φανίας παρ’ Ἀθην. 90Ε.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που ψαρεύει τα θαλασσινά σωλήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος «είδος θαλάσσιου οστρακόδερμου» + κατάλ. -ιστής (< ρ. σε -ίζω)].