τρίπεδος

Revision as of 09:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, (πούς)    A three feet long, διάμετρος Plb.6.22.2; θριγκοί IG7.3073.76 (Lebad., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1145] drei Fuß lang, Pol. 6, 22, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπεδος: -ον, (ποὺς) ὁ ἔχων μῆκος τριῶν ποδῶν, διάμετρον τρίπεδον Πολύβ. 6. 22, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μήκος τριών ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πεδος (< πέζα < πεδ-ja, δωρ. τ. της λ. πους), πρβλ. ὀκτάπεδος.

Russian (Dvoretsky)

τρίπεδος: (ῐ) размером в три фута Polyb.