τρίπεδος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπεδος Medium diacritics: τρίπεδος Low diacritics: τρίπεδος Capitals: ΤΡΙΠΕΔΟΣ
Transliteration A: trípedos Transliteration B: tripedos Transliteration C: tripedos Beta Code: tri/pedos

English (LSJ)

τρίπεδον, (πούς) three feet long, διάμετρος Plb.6.22.2; θριγκοί IG7.3073.76 (Lebad., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1145] drei Fuß lang, Pol. 6, 22, 2.

Russian (Dvoretsky)

τρίπεδος: (ῐ) размером в три фута Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπεδος: -ον, (ποὺς) ὁ ἔχων μῆκος τριῶν ποδῶν, διάμετρον τρίπεδον Πολύβ. 6. 22, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μήκος τριών ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πεδος (< πέζα < πεδ-ja, δωρ. τ. της λ. πους), πρβλ. ὀκτάπεδος.