ὀκτάπεδος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ὀκτάπεδον, Dor. for ὀκτάπους, Tab.Heracl.2.45, al. (in form ηοκτ-).
German (Pape)
[Seite 317] = ὀκτάπους, dor., Tabul. Heracl.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάπεδος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ὀκτάπους, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ΙΙ, 45, 52.
Greek Monolingual
ὀκτάπεδος, -ον (α)
(δωρ. τ.) οκτάπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πους), πρβλ. εξάπεδος].