τραχών

Revision as of 09:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,    A a rugged, stony tract, Str.4.1.5, D.H. 19.4, PVat.11rv6 (ii A. D.), Luc. VH2.30, Tox.49:—hence Τράχων, in Syria, J.AJ13.16.5; and Τραχωνῖτις, ιδος, ἡ, χώρα Ev.Luc.3.1, etc.; Τραχωνῖται, οἱ, its inhabitants, J.BJ3.10.10; T. Ἄραβες Ptol. Geog.5.14.20.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχών: -ῶνος, ὁ, τραχύ, ἀνώμαλον ἔδαφος, τόπος πετρώδης, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 30, Τόξ. 49˙ - ἐντεῦθεν Τράχων (ὡς τὸ Τραχίς), ἐν Συρίᾳ, Ἰώσηπ. 13. 16, 5˙ καὶ Τραχωνῖτις, ιδος, ἡ, Φιλίππου... τετραρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας Εὐαγγ. κ. Λουκ. γʹ, 1˙ Τραχωνῖται, οἱ, οἱ κάτοικοι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 10, 10, κλπ.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
τραχύ, ανώμαλο έδαφος, βραχώδης και ξερός τόπος («ορεινοὺς τραχῶνας», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. κοιτ-ών), από όπου το τοπωνύμιο Τράχων].

Greek Monotonic

τρᾱχών: -ῶνος, ὁ, τραχύ, ανώμαλο έδαφος, πετρώδης τόπος, σε Λουκ.· ομοίως, Τραχωνῖτις, -ιδος, , σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχών: ῶνος или τράχων, ωνος ὁ каменистое место Luc.

Middle Liddell

τρᾱχώ, ῶνος, ὁ,
a rugged, stony tract, Luc.; so Τραχωνῖτις, ιδος, NTest., etc.