φαγάνθρωπος

Revision as of 09:31, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A = ἀνθρωποφάγος, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1249] = ἀνθρωποφάγος, Menschen fressend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰγάνθρωπος: -ον, = ἀνθρωποφάγος, «φαγανθρώπων· ἀκαθάρτων» Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ανθρωποφάγος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀκάθαρτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + ἄνθρωπος. Ο τ. έχει σχηματιστεί κατ' αντιστροφή του ἀνθρωποφάγος.