φαλαγγιόπληκτος

Revision as of 09:31, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A stung by a venomous spider, Gal.13.66.

German (Pape)

[Seite 1252] von einer giftigen Spinne gestochen, gebissen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαγγιόπληκτος: -ον, πληχθείς, κεντηθείς, δηχθεὶς ὑπὸ φαλαγγίων, δηλ. ἰοβόλου ἀράχνης, Γαλην.

Greek Monolingual

-ον, Α
φαλαγγιόδηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάγγιον «είδος αράχνης» + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό-πληκτος].