φιλοκαμπής

Revision as of 09:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A easily bending, lithe, κίρκος AP6.294 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1280] ές, gern, gewöhnlich gebogen, κίρκος Phani. 2 (VI, 294).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκαμπής: -ές, γεν. έος, ὁ συνηθίζων νὰ κάμπτηται, νὰ λυγίζηται, εὔκαμπτος, κίρκος Ἀνθ. Π. 6. 294.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très flexible.
Étymologie: φίλος, κάμπτω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει με ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. δυσ-καμπής].

Greek Monotonic

φῐλοκαμπής: -ές, γεν. -έος (κάμπτω), αυτός που κάμπτεται εύκολα, λυγερός, εύκαμπτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκαμπής: легко сгибаемый или согнутый (κίρκος Anth.).

Middle Liddell

φῐλο-καμπής, ές κάμπτω
easily bending, lithe, Anth.