φαρμακία

Revision as of 09:39, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ion. -ιη,    A = φαρμακεία, Hp.Decent.10, LXXEx.7.11 (pl.), Man.2.310.

German (Pape)

[Seite 1256] ἡ, poet. = φαρμακεία, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκία: Ἰων. -ίη, ποιητ. ἀντὶ φαρμακεία, Μανέθων 2. 310, Χρησμ. Σιβ., κλπ.

Greek Monolingual

η, Ν φαρμάκι
κοινή ονομασία φυτού.