φιλημοσύνη

Revision as of 09:39, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A friendliness, affection, Thgn.284 (v.l. συνημοσύνη), IG12.1016.

German (Pape)

[Seite 1277] ἡ, Liebe, Freundschaft, Theogn. 284, wo Brunck συνημοσύνη schrieb, da das adj. φιλήμων nur als nom. pr. vorkommt.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλημοσύνη: ἡ, φιλικὸν αἴσθημα, φιλικὴ διάθεσις, Θέογν. 284 (ἔνθα δύο Ἀντίγραφ. φέρουσι συνημοσύνη), Ἑλλ. Ἐπιγρ. 9. ― Τὸ ἐπίθ. φιλήμων, μόνον ὡς κύριον ὄνομα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bonté.
Étymologie: φιλέω.

Greek Monolingual

ἡ, Α φιλήμων, -ονος]]
(ποιητ. τ.) φιλική διάθεση, φιλία.

Greek Monotonic

φῐλημοσύνη: ἡ (φιλέω), φιλικότητα, συμπάθεια, σε Θέογν.

Middle Liddell

φῐλημοσύνη, ἡ, φιλέω
friendliness, affection, Theogn.