φοινικίτης
English (LSJ)
[κῑ], ου, ὁ, ( A φοῖνιξ B. 11) φ. οἶνος palm-wine, Dsc.5.31.
German (Pape)
[Seite 1296] ὁ, οἶνος, Palmwein, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φοινικίτης: -ου, ὁ (φοῖνιξ Β. ΙΙ), φ. οἶνος, ὁ ἐκ φοινίκων κατασκευαζόμενος, Διοσκ. 5. 40.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κρασί από καρπούς του δέντρου φοίνικας (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μηλ-ίτης)].