φονευτής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A = φονεύς, LXX 4 Ki.9.31, Pr.22.13.
German (Pape)
[Seite 1298] ὁ, = φονεύς, Sp., vgl. Lob. Phryn. 317.
Greek (Liddell-Scott)
φονευτής: -οῦ, ὁ, = φονεύς, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Θ΄, 31, Παροιμ. ΚΒ΄, 13)· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 317.
Greek Monolingual
ό, και τ. θηλ. φονεύτρια, ΜΑ φονεύω
φονιάς
μσν.
(το θηλ. με σημ. επιθ.) η φονική.