φωταγωγία

Revision as of 10:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A magical process of drawing down supernatural illumination, PMag.Par.1.955, Vett. Val.301.22 φωτᾰγωγ-ός, όν, enlightening, illuminating, of the sun, Mich. in EN554.29; bringing to light, ἀθεμίστων πραγμάτων PMag.Lond. 46.190.    II ἡ φ. (sc. θυρίς) opening for light, window, Luc.Symp. 20, Dom.6.

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, das Vorleuchten, die Erleuchtung, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

φωτᾰγωγία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, φωτοχυσία, φωτισμός, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 624C, Ἐπιφάν. ΙΙ, 260C, Ψευδοδιονύσ. Ἀρεοπ. 425Α.

Spanish

proceso para obtener una luz sobrenatural, fórmula

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φωταγωγός
πλούσιος φωτισμός, φωταγώγηση, φωτοχυσία
(μσν.- αρχ.) διαφώτιση της ψυχής και του πνεύματος
αρχ.
(για αστέρα) καθοδήγηση με εκπομπή φωτός.