χερσονησώδης

Revision as of 10:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες, later χερρ-,    A = χερσονησοειδής, Str.14.6.3.

German (Pape)

[Seite 1351] ες, att. χεῤῥον., zsgzgn statt χερσονησοειδής.

Greek Monolingual

και αττ. τ. χερρονησώδης, -ῶδες, Α χερσόνησος /χερρόνησος
ο χερσονησοειδής, αυτός που έχει το σχήμα χερσονήσου.