χλιεροθαλπής

Revision as of 10:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A lukewarm, Philox.2.40.

Greek (Liddell-Scott)

χλιεροθαλπής: -ές, χλιαρός, χλιεροθαλπὲς ὕδωρ ἐπεγχέοντες Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 409Ε.

Greek Monolingual

-ές, Α
χλιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλιαρός /χλιερός + -θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. εὐ-θαλπής, κακο-θαλπής].