χρηστουργία
English (LSJ)
ἡ, A good deed, service, Iamb(?).ap.Suid. (Berl.Sitz. 1875p.4).
German (Pape)
[Seite 1376] ἡ, gute Handlung, Gutthat, Wohlthat, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστουργία: ἡ, (*ἔργω) τὸ χρηστὰ ἐργάζεσθαι, Κ. Μανασσ. Χρον. 2581.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
χρηστή πράξη, αγαθοεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -ουργία (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. ἀγαθ-ουργία].