χρηστουργία

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστουργία Medium diacritics: χρηστουργία Low diacritics: χρηστουργία Capitals: ΧΡΗΣΤΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: chrēstourgía Transliteration B: chrēstourgia Transliteration C: christourgia Beta Code: xrhstourgi/a

English (LSJ)

ἡ, good deed, service, Iamb(?).ap.Suid. (Berl.Sitz. 1875p.4).

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, gute Handlung, Gutthat, Wohlthat, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστουργία: ἡ, (*ἔργω) τὸ χρηστὰ ἐργάζεσθαι, Κ. Μανασσ. Χρον. 2581.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
χρηστή πράξη, αγαθοεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -ουργία (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. ἀγαθουργία].