ψυδρός

Revision as of 10:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ά, όν,    A = ψευδής, lying, untrue, Thgn.122 cod.A (v.l. ψυδνός), Lyc.235, 1219.

German (Pape)

[Seite 1402] = ψευδής, lügenhaft, falsch, φήμη, μηχαναί, Lycophr. 235. 1219.

Greek (Liddell-Scott)

ψυδρός: -ά, -όν, = ψευδής, Λυκόφρ. 235, 1219· πρβλ. Ruhnk E. Cr. 215· ἴδε ἐν λ. ψυδνός.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
menteur, mensonger.
Étymologie: ψεύδω.

Greek Monolingual

-ά, -όν, ΜΑ
ψευδής, ψεύτικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ψυδ- του ψεύδομαι + επίθημα -ρός (πρβλ. φαιδ-ρός)].