ψυδρός

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυδρός Medium diacritics: ψυδρός Low diacritics: ψυδρός Capitals: ΨΥΔΡΟΣ
Transliteration A: psydrós Transliteration B: psydros Transliteration C: psydros Beta Code: yudro/s

English (LSJ)

ά, όν, = ψευδής, lying, untrue, Thgn.122 cod.A (v.l. ψυδνός), Lyc.235, 1219.

German (Pape)

[Seite 1402] = ψευδής, lügenhaft, falsch, φήμη, μηχαναί, Lycophr. 235. 1219.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
menteur, mensonger.
Étymologie: ψεύδω.

Greek (Liddell-Scott)

ψυδρός: -ά, -όν, = ψευδής, Λυκόφρ. 235, 1219· πρβλ. Ruhnk E. Cr. 215· ἴδε ἐν λ. ψυδνός.

Greek Monolingual

-ά, -όν, ΜΑ
ψευδής, ψεύτικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ψυδ- του ψεύδομαι + επίθημα -ρός (πρβλ. φαιδρός)].