ἀμφιθάλαμος

Revision as of 12:36, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, prob.    A f.l. for ἀντι-, corresponding chamber, Vitr. 6.7.2.

German (Pape)

[Seite 139] mit Zimmern auf beiden Seiten.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιθάλᾰμος: -ον, ὁ ἔχων θαλάμους ἑκατέρωθεν, Βιτρούβ. 6. 7, 2.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ lat. amphithalamus quizá antecámara frente al θάλαμος en el προστάς Vitr.6.7.2.

Greek Monolingual

ἀμφιθάλαμος, ο (Α)
δωμάτιο του γυναικωνίτη απέναντι από τον θάλαμο τών ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θάλαμος.