ἀνέρεικτος

Revision as of 12:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

or ἀνέργ-ικτος, ον,    A not bruised, unground, Hp.Aff.52.

German (Pape)

[Seite 226] unzerbrochen, unzermalmt, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέρεικτος: -ον, ὁ μὴ ἐρεικτός, μὴ τετριμμένος εἰς λεπτὰ μέρη, μὴ ἀληλεσμένος, Ἱππ. 528. 36, πρβλ. Γαλην. Γλωσσ. σ. 434 ἐν λ. ἀνηρίκτῳ.

Spanish (DGE)

-ον
hecho con harina no cernida, integral, ἄρτος Hp.Aff.52.

Greek Monolingual

ἀνέρεικτος (κ. -ικτος), -ον (Α)
αυτός που δεν έχει αλεστεί, ακοπάνιστος, άτριφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ερειχτός «αλεσμένος» < ερείκω «σχίζω, κοπανίζω»].