άτριφτος
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτριπτος -ον)
1. ατριβής, αυτός που δεν έχει φθαρεί ή σκληρυνθεί από την πολλή χρήση
2. (για στάρι) ανάλεστος, ακοπάνιστος
3. αγύμναστος, άπειρος, άμαθος
νεοελλ.
αυτός που δεν επιδέχεται τριβή, που δεν μπορεί να τον τρίψει κανείς
αρχ.
1. (για το ψωμί) αζύμωτος
2. (για το σιτάρι) που δεν έχει τριφτεί στο αλώνι
3. (για τόπο) άβατος, απάτητος.