ακοπάνιστος

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει κοπανιστεί, δεν έχει χτυπηθεί με κόπανο για να τριφτεί «ακοπάνιστο αλάτι», ή στο αλώνισμα «ακοπάνιστο σιτάρι», για να αφαιρεθεί το βούτυρο «ακοπάνιστο γάλα», για να φύγουν οι λεκέδες «ακοπάνιστα ρούχα», «ακοπάνιστες ελιές», οι ατσάκιστες
2. εκείνος που δεν έχει χτυπηθεί με κόπανο (αποδίδεται σε ανθρώπους)
3. όποιος δεν έχει ευνουχιστεί με το να του σπάσουν τους όρχεις (αποδίδεται σε ζώα)
4. εκείνος που δεν τον έχουν προσβάλει
5.γυναίκα) που δεν χτυπιέται ή δεν έχει χτυπηθεί (με άσεμνη σημασία).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + κοπανιστός < κοπανίζω.