ἀνάρρησις
English (LSJ)
εως, ἡ, A public proclamation, ἡ ἀ. τοῦ στεφάνου Aeschin. 3.32, D.18.58.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρρησις: -εως, ἡ, ἀνακήρυξις, ἡ ἀν. τοῦ στεφάνου Αἰσχίν. 58. 20, Δημ. 244. 21· πρβλ. ἀναγορεύω, ἀνεῖπον.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
proclamation, publication.
Étymologie: v. ἀναρρηθήσομαι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
proclamación τοῦ στεφάνου Aeschin.3.32, cf. D.18.58, ISestos 1.102 (II a.C.), τὴν ἀ. ποιεῖσθαι IG 12(2).500.11 (Metimna III/II a.C.), cf. Hermog.Prog.3, Aristarch. en Sch.Pi.N.7.56, Aristid.2.383.
Greek Monotonic
ἀνάρρησις: -εως, ἡ, ανακήρυξη, αναφώνηση, σε Δημ.· πρβλ. ἀνεῖπον.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάρρησις: εως ἡ публичное объявление, провозглашение Aeschin., Dem.
Middle Liddell
a proclamation, Dem.; cf. ἀνεῖπον.
English (Woodhouse)
proclamation, public proclamation of a person's services to the state