Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνεῖπον

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεῖπον Medium diacritics: ἀνεῖπον Low diacritics: ανείπον Capitals: ΑΝΕΙΠΟΝ
Transliteration A: aneîpon Transliteration B: aneipon Transliteration C: aneipon Beta Code: a)nei=pon

English (LSJ)

aor. with no pres. in use, ἀναγορεύω being used instead; imper.
A ἀνειπάτω IG22.1186.19, but ἀνειπέτω ib.1247.13:—announce, proclaim, esp. by herald, ἀ. τινά proclaim conqueror, Pi.P.1.32, 10.9; στέφανον IG12(5).129.33 (Paros, cf. Docum. ap. D.18.55; τῷ ἀπειθοῦντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῖπεν X.Cyr.4.2.35; τὸν νόμον ἄνειπε Herod.2.42: c. acc. et inf., make proclamation that... τοὺς γεωρλοὺς ἀπιέναι Ar.Pax 550; κήρυγμα τόδε ἀνειπών.. τὸν μὲν βουλόμενον.. μένειν κτλ. Th.4.105; also εἴ τις εἴη.. ἐκφαίνεσθαι X.Cyr.4.5.56: abs., proclaim, give notice, in courts of law, theatres, etc., ἀνεῖπεν ὁ κῆρυξ, εἴ τις βούλεται.. ξυμμαχεῖν, τίθεσθαι τὰ ὅπλα Th.2.2, cf. Pl.R. 580b, etc.; ὁ δ' ἀνεῖπεν, εἴσαγ', ὦ Θέογνι, τὸν χορόν Ar.Ach.11; ἐν τῷ βουλευτηρίῳ ἀ. Docum. ap. D.l.c. supr.: simply, say aloud, τῷ δὲ ἀνεῖπεν ἔνδοθεν, εἰς κόρακας Luc.Alex.46.—Pass., aor. ἀνερρήθην, ἀναρρηθεὶς ἡγεμών X.HG1.4.20, etc.; ἀναρρηθέντος ἐν τῷ θεάτρῳ τοῦ στεφάνου D.18.83, cf. ib.149; τὸν ἐν τῇ ἐκκλησία στέφανον ἀναρρηθέντα Aeschin.3.47: fut. ἀναρρηθήσεται ib.147: pf. imper. ἀνειρήσθω let the proclamation be taken as made, Pl.R. 58oc.
II call upon, invoke, θεούς Plu.Comp.Thes.Rom.6.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo aor.; cret. subj. ἀνϝείπηι ICr.1.10.2.3 (Eltinia III a.C.); át. imperat. ἀνειπάτω IG 22.1186.19, ἀνειπέτω IG 22.1247.13]
1 anunciar, proclamar especialmente por un heraldo, de donde c. ac. de pers. proclamar como vencedor νιν (Hierón), Pi.P.1.32, αὐτόν (Hipocles), Pi.P.10.9
en gener. proclamar ὡς μεγάλων ἀγαθῶν αἰτίους Isoc.18.61, αὐτοκράτορα Hdn.6.8.4
c. dos ac. ὃν ὡπόλλων ἀνεῖπεν ἀνδρῶν σωφρονέστατον Hippon.61, en v. pas. ἀναρρηθεὶς ... ἡγεμών proclamado general X.HG 1.4.20, cf. προβληθεὶς πυλάγορος οὗτος καὶ ... ἀνερρήθη D.18.149
c. complet. de inf. hacer la proclama de que τοὺς γεωργοὺς ἀπιέναι Ar.Pax 550, ἀ. τὸν θέλοντ' ... ἐς δαῖτα χωρεῖν E.Io 1167, ἀ. εἴ τις εἴη ... ἐκφαίνεσθαι X.Cyr.4.5.56, ἀνεῖπεν ὁ κῆρυξ εἴ τις βούλεται ... συμμαχεῖν, τίθεσθαι ... τὰ ὅπλα Th.2.2
abs. en estilo directo ἀνείπω ὅτι Pl.R.580b, ὁ δ' ἀνεῖπεν, εἴσαγ', ὧ Θέογνι, τὸν χόρον Ar.Ach.11, ἀ. ἐν τῷ βουλευτηρίῳ Ley en D.18.55.
2 c. ac. de cosa κήρυγμα τόδε ἀνειπών dio la siguiente proclama Th.4.105, τὸν νόμον ἄνειπε lee la ley Herod.2.42, ἀ. τὸν στέφανον anunciar la concesión de una corona, IG 12(5).129.33 (Paros), en v. pas. ἀναρρηθέντος ἐν τῷ θεάτρῳ τοῦ στεφάνου D.18.83, cf. Aeschin.3.47
pedir εὐφημίαν ἀ. καὶ σιγὴν στρατῷ E.IA 1564
amenazar τῷ ἀπειθοῦντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῖπεν amenazó con todos los rigores al que no obedeciera X.Cyr.4.2.35.
3 fuera de cont. políticos invocar θεούς Plu.Comp.Thes.Rom.6
abs. gritar ἀνεῖπεν ἔνδοθεν «ἐς ... κόρακας» Luc.Alex.46.

French (Bailly abrégé)

inf. ἀνειπεῖν;
sert d'ao.2 à ἀναγορεύω;
1 faire connaître à haute voix, publier;
2 répondre à haute voix;
3 invoquer (les dieux).
Étymologie: ἀνά, εἶπον.

English (Slater)

ἀνεῖπον aor. proclaim Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ κάρυξ ἀνέειπέ νιν (P. 1.32) στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς διαυλοδρομᾶν ὕπατον παίδων ἀνέειπεν (P. 10.9) μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι (Gildersleeve: ἂν ἐρεῖ codd.) (N. 7.68)

Greek Monolingual

ἀνεῖπον (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. του αναγορεύω)
1. αναγορεύω, ανακηρύσσω
«κᾱρυξ ἀνέειπέ νιν» — ο κήρυκας τον αναγόρευσε νικητή (Πίνδ.)
2. διακηρύσσω, προαναγγέλλω «τῷ ἀπειθοῦν τι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῖπεν» — διακήρυξε τι περιμένει όποιον απειθαρχήσει (Ξεν.)
3. προκηρύσσω «κήρυγμα τόδε ἀνειπῶν... τὸν μὲν βουλόμενον μένειν» — αφού έκανε την εξής προκήρυξη (Θουκ.)
4. ειδοποιώ ή δίνω παράγγελμα (στην εκκλησία του δήμου, στο θέατρο κ.λπ.) «ὁ δ’ ἀνεῖπεν, εἴσαγ’ ὦ Θέογνι, τὸν χορὸν» (Αριστοφ.)
5. φωνάζω δυνατά
6. επικαλούμαι τους θεούς
7. ανειρήσθω
να θεωρηθεί ότι έγινε η αναγόρευση.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεῖπον: [aor. 2 к ἀναγορεύω возвестить, объявить, провозгласить (τινα Pind.; τινί τι Xen.; τι ὑπὸ κήρυκος Plut.): ἀ. πάντα τὰ χαλεπά Xen. пригрозить всяческими карами; κήρυγμα ἀ. τὸν βουλόμενον μένειν Thuc. объявить через глашатая, что желающие могут остаться; ἀ. τινά τινα Plut. провозгласить кого-л. кем-л.; ἀ. θεούς Plut. воззвать к богам.