ἀναφάλακρος

Revision as of 13:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A forehead-bald, PPetr.3p.9, Procl.Par.Ptol.203, BGU998, al.

German (Pape)

[Seite 213] mit kahler Platte, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφάλακρος: -ον, = ἀναφάλαντος, Προκλ. Παραφρ. Πτολ. σ. 203.

Spanish (DGE)

-ον
calvo por delante, con entradas, PPetr.1.18(1).7, 1.19.9, 3.5a.10, BGU 997.2.5 (II a.C.), 998.1.4 (II a.C.), Procl.Par.Ptol.203.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναφάλακρος, -ον)
1. ελαφρά φαλακρός, με αραιό τρίχωμα
2. γυμνός ή σχεδόν γυμνός (τόπος).