ἀντίλεξις

Revision as of 13:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A answer, Hp. Decent.12.    2 dialogue, ἀντιλέξεις τῶν ὑποκριτῶν, opp. μονῳδίαι, Philostr.VA6.11.    3 contradiction, J.AJ18.1.3.

German (Pape)

[Seite 254] ἡ, Erwiderung, Hippocr.; Zwiegespräch, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίλεξις: -εως, ἡ, ἀπόκρισις, ἀπάντησις, Ἱππ. 24. 44. 2) διάλογος, ἀντιλέξεις τῶν ὑποκριτῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μονῳδίαι, Φιλόστρ. 244.

Spanish (DGE)

-εως

• Morfología: [gen. jón. -ιος Hp.Decent.12]
1 réplica, respuesta πρὸς τὰ ἀπαντώμενα Hp.l.c., cf. I.AI 17.126, 18.286
en el drama diálogo ἀντιλέξεις τῶν ὑποκριτῶν op. μονῳδίαι Philostr.VA 6.11
en gener. oposición I.AI 18.12, παρὰ τοῦ σώζοντος Θεοῦ Cyr.Al.M.69.748C.
2 contradicción de sentido κατὰ ἀντί λεξιν dud. en Isid.Etym.2.29.6.

Greek Monolingual

ἀντίλεξις, η (Α)
απόκριση, απάντηση
2. θεατρικός διάλογος
3. αντίρρηση.