ἀντεφόρμησις
English (LSJ)
εως, ἡ, A rushing against, attack, Ph.2.31, Hld.l.c.
German (Pape)
[Seite 248] ἡ, der Gegenangriff, Heliod. 8. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεφόρμησις: -εως, ἡ, ἡ κατά τινος ἐφόρμησις, ἀντεπίθεσις, Φίλων 2. 31.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
contraataque ἀκούσας ... τὴν ἀντεφόρμησιν Ph.2.31, τὴν ἀντεφόρμησιν ἐθάρσησαν Hld.8.16.5.
Greek Monolingual
ἀντεφόρμησις, η (Α)
εφόρμηση εναντίον κάποιου, αντεπίθεση.