εφόρμηση
From LSJ
καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man
Greek Monolingual
(I)
η (ΑΜ ἐφόρμησις) [[[εφορμώ]] Ι]
ορμητική επίθεση, έφοδος, επιδρομή
νεοελλ.
1. (ψυχολ.)
αυθόρμητη ένταση της ενέργειας που παρουσιάζεται με υποσυνείδητη βουλητική προσπάθεια κατά την επιτέλεση συνεχούς έργου
2. φρ. «κάθετη (ή κατακόρυφη) εφόρμηση» — αεροπορική επίθεση με κατακόρυφη ή σχεδόν κατακόρυφη πτήση
αρχ.
προσέγγιση.
(II)
η (ΑΜ ἐφόρμησις) [[[εφορμώ]] ΙΙ]
1. επιτήρησις τών κινήσεων του εχθρού, ορμητήριο κατά τών κινήσεων του εχθρού
2. τόπος όπου μπορεί να προσορμιστεί κάποιος, επιτηρητικό ορμητήριο.