ἀπεσκής

Revision as of 14:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές, (πέσκος)    A without a bow-case, τόξα S.Fr.626.

German (Pape)

[Seite 288] ές (πέσκος), unbedeckt, Soph. frg. 552; τόξα, d. i. γυμνὰ θήκης, B. A. 422, wo ἀπέσκη steht.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεσκής: -ές, (πέσκος) ἄνευ δέρματος, ἀκάλυπτος (Σοφ. Ἀποσπ. 552)· «ἀπεσκῆ· τόξ’ ἀπεσκῆ, ἔνιοι δὲ γυμνὰ θήκης τόξα. Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ές carente de estuche o carcaj τόξα S.Fr.626.

Greek Monolingual

ἀπεσκής, -ές (Α) πέσκος
ο δίχως δερμάτινο κάλυμμα ή θήκη.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεσκής: (ничем) не прикрытый (τύξα Soph.).