ἀπομέμφομαι

Revision as of 14:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A rebuke, E.Rh.900 (lyr.); φανερῶς J.BJ1.24.2, Plu. 2.229b (s.v.l.); τῇ ἀποτυχίᾳ Oenom. ap. Eus.PE5.20 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 314] ganzu. gar tadeln, τινὶ ἐπί τινι, Jem. um etwas, Plut. apophth. Lac. Lys. (p. 227).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομέμφομαι: ἀποθ., αὐστηρῶς ἐπιπλήττω τινά, ἀπομεμφομένων θ’ ἑτέρων αὐτὸν ἐπὶ ταῖς παραβάσεσι τῶν ὅρκων, κτλ. Πλούτ. 2. 229Β (εἰ ἡ γραφὴ ἔχει ὀρθῶς)· τινὶ Οἰνόμ. Παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 210D.

French (Bailly abrégé)

faire de grands reproches : τινα ἐπί τινι à qqn pour qch.
Étymologie: ἀπό, μέμφομαι.

Spanish (DGE)

reprochar, censurar abs. ἀπομεμφομένας ἐμοῦ πορευθείς E.Rh.900
c. ac. int. τι ... ἐμὶν ἀπεμέμψατο Theoc.2.144, οὐδὲν ... φανερῶς I.BI 1.475, οὐδὲν μὲν ἐκείνοις ἀπεμέμψατο Fauorin.De Ex.2.19
c. dat. quejarse τῇ ἀποτυχίᾳ Oenom.2.

Greek Monolingual

ἀπομέμφομαι (AM)
επιπλήττω αυστηρά.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομέμφομαι: резко порицать (τινα ἐπί τινι Plut.).