ἀπομέμφομαι

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομέμφομαι Medium diacritics: ἀπομέμφομαι Low diacritics: απομέμφομαι Capitals: ΑΠΟΜΕΜΦΟΜΑΙ
Transliteration A: apomémphomai Transliteration B: apomemphomai Transliteration C: apomemfomai Beta Code: a)pome/mfomai

English (LSJ)

rebuke, E.Rh.900 (lyr.); φανερῶς J.BJ1.24.2, Plu. 2.229b (s.v.l.); τῇ ἀποτυχίᾳ Oenom. ap. Eus.PE5.20 (v.l.).

Spanish (DGE)

reprochar, censurar abs. ἀπομεμφομένας ἐμοῦ πορευθείς E.Rh.900
c. ac. int. τι ... ἐμὶν ἀπεμέμψατο Theoc.2.144, οὐδὲν ... φανερῶς I.BI 1.475, οὐδὲν μὲν ἐκείνοις ἀπεμέμψατο Fauorin.De Ex.2.19
c. dat. quejarse τῇ ἀποτυχίᾳ Oenom.2.

German (Pape)

[Seite 314] ganzu. gar tadeln, τινὶ ἐπί τινι, Jem. um etwas, Plut. apophth. Lac. Lys. (p. 227).

French (Bailly abrégé)

faire de grands reproches : τινα ἐπί τινι à qqn pour qch.
Étymologie: ἀπό, μέμφομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομέμφομαι: резко порицать (τινα ἐπί τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομέμφομαι: ἀποθ., αὐστηρῶς ἐπιπλήττω τινά, ἀπομεμφομένων θ’ ἑτέρων αὐτὸν ἐπὶ ταῖς παραβάσεσι τῶν ὅρκων, κτλ. Πλούτ. 2. 229Β (εἰ ἡ γραφὴ ἔχει ὀρθῶς)· τινὶ Οἰνόμ. Παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 210D.

Greek Monolingual

ἀπομέμφομαι (AM)
επιπλήττω αυστηρά.