ἀπομέμφομαι

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομέμφομαι Medium diacritics: ἀπομέμφομαι Low diacritics: απομέμφομαι Capitals: ΑΠΟΜΕΜΦΟΜΑΙ
Transliteration A: apomémphomai Transliteration B: apomemphomai Transliteration C: apomemfomai Beta Code: a)pome/mfomai

English (LSJ)

rebuke, E.Rh.900 (lyr.); φανερῶς J.BJ1.24.2, Plu. 2.229b (s.v.l.); τῇ ἀποτυχίᾳ Oenom. ap. Eus.PE5.20 (v.l.).

Spanish (DGE)

reprochar, censurar abs. ἀπομεμφομένας ἐμοῦ πορευθείς E.Rh.900
c. ac. int. τι ... ἐμὶν ἀπεμέμψατο Theoc.2.144, οὐδὲν ... φανερῶς I.BI 1.475, οὐδὲν μὲν ἐκείνοις ἀπεμέμψατο Fauorin.De Ex.2.19
c. dat. quejarse τῇ ἀποτυχίᾳ Oenom.2.

German (Pape)

[Seite 314] ganzu. gar tadeln, τινὶ ἐπί τινι, Jem. um etwas, Plut. apophth. Lac. Lys. (p. 227).

French (Bailly abrégé)

faire de grands reproches : τινα ἐπί τινι à qqn pour qch.
Étymologie: ἀπό, μέμφομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομέμφομαι: резко порицать (τινα ἐπί τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομέμφομαι: ἀποθ., αὐστηρῶς ἐπιπλήττω τινά, ἀπομεμφομένων θ’ ἑτέρων αὐτὸν ἐπὶ ταῖς παραβάσεσι τῶν ὅρκων, κτλ. Πλούτ. 2. 229Β (εἰ ἡ γραφὴ ἔχει ὀρθῶς)· τινὶ Οἰνόμ. Παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 210D.

Greek Monolingual

ἀπομέμφομαι (AM)
επιπλήττω αυστηρά.