ἀπόφονος

Revision as of 15:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, φόνος, αἷμα ἀ.,    A unnatural murder, E.Or.163,192 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 335] φόνος, ungerechter, widernatürlicher Mord, Eur. Or. 163; αἷμα 189.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόφονος: -ον, (*φένω), ἀπόφονος φόνος, ἄτοπος φόνος, Εὐρ. Ὀρ. 163· ἀπόφονον αἷμα αὐτόθι 192.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui diffère d’un meurtre ordinaire ; ἀπόφονον αἷμα EUR meurtre contre nature.
Étymologie: ἀπό, φόνος.

Spanish (DGE)

-ον
distinto a una muerte corriente ἀ. φόνος una muerte criminal E.Or.162, ἀ. αἷμα un crimen monstruoso E.Or.192.

Greek Monolingual

ἀπόφονος, -ον (Α)
φρ. «φόνος ἀπόφονος» — άδικος φόνος.

Greek Monotonic

ἀπόφονος: -ον (*φένω), φόνος ἀπόφονος, άτοπος, παράδοξος φόνος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόφονος: (об убийстве) противоестественный, вопиющий (φόνος, αἷμα Eur.).

Middle Liddell

[*φένω
unnatural murder, Eur.