άτοπος

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn

Menander, Monostichoi, 155

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτοπος, -ον)
1. απρεπής, ανάρμοστος
2. το ουδ. ως ουσ. α) (στον εν.) κάτι το λογικά απαράδεκτο
β) στον πληθ. παράνομες πράξεις
3. φρ. «η εις άτοπον απαγωγή» — αποδεικτική διαδικασία στη λογική και στα μαθηματικά με την αναγωγή του συλλογισμού σε κάτι απαράδεκτο
αρχ.
1. παράξενος, ασυνήθιστος
2. παράλογος, ανόητος
3. τερατώδης, κακός.