άτοπος
From LSJ
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτοπος, -ον)
1. απρεπής, ανάρμοστος
2. το ουδ. ως ουσ. α) (στον εν.) κάτι το λογικά απαράδεκτο
β) στον πληθ. παράνομες πράξεις
3. φρ. «η εις άτοπον απαγωγή» — αποδεικτική διαδικασία στη λογική και στα μαθηματικά με την αναγωγή του συλλογισμού σε κάτι απαράδεκτο
αρχ.
1. παράξενος, ασυνήθιστος
2. παράλογος, ανόητος
3. τερατώδης, κακός.