ἀροτήσιος

Revision as of 15:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A of or for ploughing, ἀ. ὥρη Arat.1053.

German (Pape)

[Seite 357] ον, zum Pflügen gehörig, ὥρη, Ackerzeit, Arat. D. 321.

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτήσιος: -ον, ὁ κατάλληλος πρὸς ἀροτρίασιν, καλλιέργειαν, ἀροτήσιος ὥρη, καιρὸς σπορητοῦ, Ἀριστ. 1053.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ]
1 de o para arar ἀ. ὥρη Arat.1053.
2 arador epít. de Zeus Syria 36.1959.77 (Hipo II d.C.).

Greek Monolingual

ἀροτήσιος, -ον (Α)
ο κατάλληλος για καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άροτος + -ήσιος (κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρόνο
πρβλ. ετήσιος, ημερήσιος, νυκτερήσιος κ.ά.)].