ἀσιγησία

Revision as of 15:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A inability to keep silence, Plu.2.502c.

German (Pape)

[Seite 370] ἡ, das Nichtschweigen, Plut. garrul. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσῑγησία: ἡ, τὸ μὴ σιγᾶν, πολυλογία, καὶ τοῦτο ἔχει πρῶτον κακὸν ἡ ἀσιγησία τὴν ἀνηκοΐαν Πλούτ. 2. 502C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
impuissance à se taire.
Étymologie: ἀ, σιγάω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ incapacidad de estar callado κακὸν ἡ ἀ. Plu.2.502c.

Greek Monolingual

ἀσιγησία, η (Α) ασίγητος
το να μη σιωπά κανείς, η αδυναμία κάποιου να παραμείνει για λίγο σιωπηλός.

Russian (Dvoretsky)

ἀσῑγησία: ἡ неумение молчать, болтливость Plut.