ἀτιθάσευτος

Revision as of 15:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[θᾰ], ον,    A untamable, wild, Agatharch.74, Aesop.342, Plu.Art.25, 2.728a; κακία App.BC4.8; τοῦ νόμου τὸ λίαν ἀκριβὲς καὶ ἀ. Agath.4.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῐθάσευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ τιθασεύσῃ, ἄγριος, Πλουτ. Ἀρτοξ. 25., 2. 728A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut apprivoiser, sauvage.
Étymologie: ἀ, τιθασεύω.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. ἀτιθασσ- Plu.Art.25, Basil.M.32.209B
I 1indómito, no domesticable del cinocéfalo, Agatharch.74, de la golondrina, Plu.2.728a, τὰ ζῷα D.S.3.35, ἑρπετά I.BI 6.336, τῶν θηρίων τὰ ἀτιθάσσευτα Plu.l.c.
2 fig. fiero, duro πονηρία Aesop.206.1, κακία App.BC 4.8, cf. Phld.Vit.11.4B.
subst. τοῦ νόμου τὸ λίαν ἀκριβὲς καὶ ἀτιθάσευτον Agath.4.21.3.
II adv. -ως fieramente ἐξαγρίωντα καὶ ἀ. ἔχουσιν Basil.l.c.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτιθάσευτος, -ον)
αυτός που δεν τιθασεύθηκε ή που στάθηκε αδύνατο να ελεγχθεί.

Greek Monotonic

ἀτῐθάσευτος: -ον (τῐθᾰσεύω), αυτός που δεν μπορεί κανείς να δαμάσει, άγριος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

τιθασεύω
untamable, wild, Plut.