ἁβρόπλουτος

Revision as of 16:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A richly luxuriant, χαίτη E.IT1148.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρόπλουτος: -ον, πλουσίως χλιδανός, Εὐρ. Ι. Τ. 1148. Περὶ τοῦ χωρίου τούτου, ἐν ᾧ εὑρίσκεται ἡ λέξις αὕτη, οὐδόλως συμφωνοῦσιν οἱ φιλόλογοι· ὁ Γ. Δινδόρφιος ἔχει: «χαίτας ἁβρόπλουτον ἐς ἔριν ὀρνυμένα», ὁ Πάλεϋ: «χαίτας τ’ εἰς ἔριν ἁβρόπλουτον ὀρνυμένα», κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
luxuriant, opulent.
Étymologie: ἁβρός, πλοῦτος.

Spanish (DGE)

-ον
propio de la riqueza de algo fino o delicado ἁ. χαίτα sedoso cabello E.IT 1148.

Greek Monotonic

ἁβρόπλουτος: -ον, άφθονος, πολυτελής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἁβρόπλουτος: изысканно-роскошный, пышный (χλιδή Eur.).

Middle Liddell

richly luxuriant, Eur.