ἀτόρνευτος

Revision as of 16:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A not turned in the lathe, not rounded, Gloss.

German (Pape)

[Seite 388] nicht rund gedreht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτόρνευτος: -ον, ὁ μὴ τορνευθείς, ὁ μὴ γενόμενος διὰ τοῦ τόρνου στρογγύλος, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

-ον no contorneado, no redondeado, Gloss.2.250.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀτόρνευτος, -ον)
(για ξύλο) που δεν έχει στρογγυλευθεί με τόρνο
νεοελλ.
ακόσμητος, ακαλλώπιστος.