ακαλλώπιστος
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαλλώπιστος, -ον) καλλωπίζω
1. αυτός που δεν έχει καλλωπιστεί, δεν έχει στολιστεί
2. άνθρωπος άκομψος από φυσικού του
3. μτφ. ο ακόσμητος, ο άκομψος, ο ξερός
«ακαλλώπιστος λόγος», «ακαλλώπιοτο ύφος».