ἁρματόκτυπος

Revision as of 16:18, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὄτοβος    A rattling din of chariots, A.Th.204(lyr.).

German (Pape)

[Seite 355] ὄτοβος, Wagengerassel, Aesch. Spt. 486.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρματόκτῠπος: ἀρματόκτυπος ὄτοβος, ὁ συνεχὴς κρότοςδοῦπος τῶν ἁρμάτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 204.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne du bruit des chars.
Étymologie: ἅρμα, κτυπέω.

Spanish (DGE)

(ἁρμᾰτόκτυπος) -ον
procedente del estrépito de los carros ἔδεισα ... τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον A.Th.204.

Greek Monolingual

ἁρματόκτυπος, -ον (Α)
ο χτύπος από το τρέξιμο των αρμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + κτύπος.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμᾰτόκτυπος: производимый (катящимися) колесницами (ὄτοβος Aesch.).

Middle Liddell


used to describe ὄτοβος, the rattling din of chariots, Aesch.