ἁρμόστωρ
English (LSJ)
ορος, ὁ, A commander, ναυβατῶν A.Eu.456.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμόστωρ: -ορος, ὁ, κυβερνήτης, Ἀγαμέμνον’ ἀνδρῶν ναυβατῶν ἁρμόστορα Αἰσχύλ. Εὐμ. 456· πρβλ. ἁρμοστής.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
chef.
Étymologie: ἁρμόζω.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
jefe, caudillo Ἀγαμέμνον', ἀνδρῶν ναυβατῶν ἁρμόστορα A.Eu.456.
Greek Monolingual
ἁρμόστωρ, ο (Α) αρμόζω
ο κυβερνήτης.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἁρμόστωρ: ορος ὁ Aesch. = ἁρμοστής 2.