ἀχρηματία

Revision as of 16:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A want of money, Th.1.11, D.H.7.24, Eus.Mynd.7.

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Geldmangel, Armuth, Thuc. 1. 4 u. oft bei Sp.; auch ἀχρημασία (?), s. Lob. Phryn. 507.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρηματία: ἡ, ἔλλειψις χρημάτων, Θουκ. 1. 11, Διον. Ἁλ. 7. 24: - Ρῆμα ἀχρηματέω,Τζέτζ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d’argent.
Étymologie: ἀχρήματος.

Spanish (DGE)

(ἀχρημᾰτία) -ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Eus.Mynd.7
falta de dinero, penuria αἴτιον δ' ἦν οὐχ ἡ ὀλιγανθρωπία τοσοῦτον ὅσον ἡ ἀχρηματία Th.1.11, cf. D.H.7.24, Plu.Fab.2, D.C.73.8.4, Epit.8.26.14, Lib.Decl.1.91, οἱ μάταιοι τῶν ἀνθρώπων τῶν δὲ σπουδαίων ... ἀχρηματίην καταγνῶσι Eus.Mynd.l.c.

Greek Monolingual

η (AM ἀχρηματία) αχρήματος
έλλειψη χρημάτων.

Greek Monotonic

ἀχρημᾰτία: ἡ, έλλειψη χρημάτων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχρημᾰτία: ἡ недостаток средств или денег, безденежье, бедность Thuc., Plut.

Middle Liddell

[from ἀχρήματος
want of money, Thuc.