ἐγκαθαρμόζω

Revision as of 17:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A fit in, Ar.Lys.682.

German (Pape)

[Seite 703] einfügen, Ar. Lys. 684.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαθαρμόζω: μέλλ. -όσω, καθαρμόζω τι ἐντὸς ἄλλου πράγματος, Ἀριστοφ. Λυσ. 682.

Spanish (DGE)

ajustar bien dentroεἰς τετρημένον ξύλον ... τὸν αὐχένα de un cepo, Ar.Lys.681.

Greek Monolingual

ἐγκαθαρμόζω (Α)
συναρμόζω μέσα σε κάτι άλλο.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαθαρμόζω: и ἐγκαθαρμόττω всовывать, вдевать (ἐς ξύλον τὸν αὐχένα ἐγκαθαρμόσαι Arph.).