ἐκγυμνάζω

Revision as of 17:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A exercise, train, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκγυμνάζω: ἐξασκῶ, γυμνάζω, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

1 c. pron. refl. ejercitarse en sent. moral εἰς πλάτος ἀγάπης ἑαυτὸν ἐκγυμνάσοι Leo Mag.Ep. en ACO 2.1.2 (p.57.34)
en v. med. ejercitarse, experimentar βουλομένου με τοῦ θεοῦ τοῖς ὀνείδεσιν ἐκγυμνάζεσθαι Apoll.Ps.31.
2 dejar al descubierto en v. pas., Sch.Ar.Pax 7a.
3 aventar en v. pas. Gloss.2.63.

Greek Monolingual

ἐκγυμνάζω)
γυμνάζω, ασκώ κάποιον
νεοελλ.
1. γυμνάζω πλήρως, ολοκληρώνω την άσκηση κάποιου
2. (για ζώα) με άσκηση κάνω κατάλληλο για ένα σκοπό («εκγυμνάζει σκύλους»).