ἐκπήγνυμι

Revision as of 17:16, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(   A -ύω Plu.2.978b), make stiff or torpid, l.c. ; esp. of frost, congeal, freeze, Thphr.CP5.14.2 :—Pass., become stiff, congeal, Str. 7.5.11 ; to be frozen, frost-bitten, Thphr.HP5.14.3.

German (Pape)

[Seite 772] (s. πήγνυμι), fest, dicht machen, erstarren machen; τῆς νάρκης δύναμιν οὐ μόνον τοὺς θιγόντας αὐτῆς ἐκπηγνύουσαν Plut. sol. an. 27; vom Salz, Strab. VII p. 317. Bes. vom Frost, Theophr.; – pass., gefrieren.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπήγνῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -πήξω, κάμνω τι στερεόν, τραχὺ ἢ ἀναίσθητον, ἀποναρκῶ, Πλούτ. 2. 978C· κυρίως ἐπὶ πάγου, παγώνω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 2: ‒ Παθ., τραχύνομαι, γίνομαι τραχὺς ἢ «πήζω», Στράβων 317· παγώνω, «ξεπαγιάζω», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 13, 2.

Spanish (DGE)

I tr. helar ἀέρα ... ἐκπηγνύς (ὁ Βόρεας) Thphr.Vent.7.
II intr. en v. med.
1 helarse completamente τὸ μὲν αὐτοῦ λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ γλυκὺ ἐκπήγνυται καὶ ἀφανίζεται del agua de la nieve, Hp.Aër.8, de ciertos moluscos, Arist.HA 603a27, αἱ ἄμπελοι τότε μὲν οὐκ ἐξεπήγνυντο Thphr.CP 5.14.3, cf. 13.5, HP 4.14.13, Fr.171.8.
2 cristalizar οἱ ἅλες Str.7.5.11.