ἐκπήγνυμι

From LSJ

οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπήγνῡμι Medium diacritics: ἐκπήγνυμι Low diacritics: εκπήγνυμι Capitals: ΕΚΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: ekpḗgnymi Transliteration B: ekpēgnymi Transliteration C: ekpignymi Beta Code: e)kph/gnumi

English (LSJ)

(-ύω Plu.2.978b), make stiff or torpid, l.c.; especially of frost, congeal, freeze, Thphr. CP 5.14.2:—Pass., become stiff, congeal, Str. 7.5.11; to be frozen, frost-bitten, Thphr. HP 5.14.3.

Spanish (DGE)

I tr. helar ἀέρα ... ἐκπηγνύς (ὁ Βόρεας) Thphr.Vent.7.
II intr. en v. med.
1 helarse completamente τὸ μὲν αὐτοῦ λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ γλυκὺ ἐκπήγνυται καὶ ἀφανίζεται del agua de la nieve, Hp.Aër.8, de ciertos moluscos, Arist.HA 603a27, αἱ ἄμπελοι τότε μὲν οὐκ ἐξεπήγνυντο Thphr.CP 5.14.3, cf. 13.5, HP 4.14.13, Fr.171.8.
2 cristalizar οἱ ἅλες Str.7.5.11.

German (Pape)

[Seite 772] (s. πήγνυμι), fest, dicht machen, erstarren machen; τῆς νάρκης δύναμιν οὐ μόνον τοὺς θιγόντας αὐτῆς ἐκπηγνύουσαν Plut. sol. an. 27; vom Salz, Strab. VII p. 317. Bes. vom Frost, Theophr.; – pass., gefrieren.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπήγνῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -πήξω, κάμνω τι στερεόν, τραχὺ ἢ ἀναίσθητον, ἀποναρκῶ, Πλούτ. 2. 978C· κυρίως ἐπὶ πάγου, παγώνω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 2: ‒ Παθ., τραχύνομαι, γίνομαι τραχὺς ἢ «πήζω», Στράβων 317· παγώνω, «ξεπαγιάζω», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 13, 2.